ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ << Ο ΠΟΝΟΔΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΙΝΙΑΡΗ>>

Γρηγόριος Ξενόπουλος

Ο πονόδοντος του Γκρινιάρη

Ένα πρωί η χήνα Μακρολαίμη παραπονέθηκε:
– Απόψε δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι! Ο Γκρινιάρης δεν έπαψε να βογγάει στιγμή.
– Κι εγώ το ίδιο, είπε η Ασπρούλα. Θα είναι άρρωστος ο καημένος.
– Μα ναι! Του πονούν τα δόντια του. Μου το είπε χθες το βράδυ.
– Α, είναι φοβερό πράγμα ο πονόδοντος! Εμείς τα πουλιά δεν έχουμε δόντια και δεν ξέρουμε, μα τα τετράποδα, που έχουν, ακούω πως υποφέρουν συχνά. Τι να του κάνουμε του καημένου του Γκρινιάρη; Με τι περνά ο πονόδοντος;
Κανένα δεν ήξερε. Ούτε τ’ άλλα πουλιά που ρώτησαν –τον Φωνακλά, τη Σεινάμενη, τον Πασά– ήξεραν κάποιο γιατρικό. Η Αστέρω είπε πως ωφελεί πολύ το τριφύλλι το κόκκινο. Η καλή Ασπρούλα βρήκε λίγο και το πήγε του Γκρινιάρη. Μα δεν του έκαμε τίποτα. Κι ο κακόμοιρος ο χοίρος εξακολουθούσε να σκούζει απ’ τους πόνους.
Ρώτησαν τον Μέντιο και τον Αυτέα. Αυτοί είπαν πως ο πονόδοντος περνά με τον ασβέστη. Στην αυλή υπήρχε ένας κάδος με λίγο ασβέστη, από προχτές που είχαν ασπρίσει τους τοίχους. Τον κουβάλησαν στο χοιροστάσιο κι ο Μέντιος με τον Αυτέα έπιασαν τον Γκρινιάρη και πολεμούσαν να του ασπρίσουν με το πινέλο τα δόντια. Βοηθούσε κι η Ασπρούλα. Βοηθούσαν στην επέμβαση αυτή κι άλλα πουλιά και ζώα της αυλής.
Επιτέλους, κατάφεραν να αλείψουν με τον ασβέστη όλα σχεδόν τα δόντια του Γκρινιάρη, γιατί, ούτε ο ίδιος δεν ήξερε καλά ποιο ήταν εκείνο που του πονούσε. Και κάθισαν ολόγυρα, περιμένοντας να σταματήσει τα βογγητά. Μα πού! Τίποτε δεν του έκαμε κι ο ασβέστης. Κι ο κακόμοιρος εξακολουθούσε να βογγάει και να τσιρίζει από τους πόνους.
– Δεν είναι δουλειά αυτή, είπε η Ασπρούλα, πάμε να ρωτήσουμε. Να μάθουμε για κανένα άλλο γιατρικό.
Πήγαν όλοι μαζί και βρήκαν τον Πασά το γάλο.
– Και δεν του το βγάζατε να ησυχάσουμε; είπε αυτός όταν άκουσε τι συμβαίνει. Είναι το μόνο γιατρικό.
Αλήθεια, πώς δεν το είχαν συλλογιστεί; Έλυσαν τότε από ένα δεμάτι άχυρο ένα μακρύ σπάγκο και γύρισαν όλοι στο χοιροστάσιο.
– Δε θέλω! Δεν μπορώ! Αφήστε με, άρχισε να φωνάζει ο Γκρινιάρης, άμα του είπαν πως πρέπει να του βγάλουν το δόντι.
– Μα θα σου περάσει....
– Μη σώσει και μου περάσει...
Έφερε μεγάλη αντίσταση, μα οι άλλοι ήταν πολλοί και τον έκαναν καλά. Ένα δόντι ορισμένως του πονούσε, γιατί τσίριζε δυνατότερα όταν του το άγγιζαν. Ήταν το μπροστινό δεξιά. Του το έδεσαν λοιπόν με το σπάγκο κι ετοιμάστηκαν να τραβήξουν για να το ξεριζώσουν.

Το σπάγκο τον κρατούσαν ο Πασάς, ο Μέντιος και ο Αυτέας. Η Ασπρούλα έδωσε το σύνθημα:
– Εμπρός! Έτοιμοι; Ένα! δύο! τρία!
Με το «τρία», όλοι άρχισαν να τραβούν μαζί.
Τον κακόμοιρο τον Γκρινιάρη! Πονούσε, ξεφώνιζε, κι αντί να σταθεί στη θέση του ή να κάνει πίσω για να πεταχτεί το δόντι, πετάχτηκε εκείνος μπροστά και του κάκου οι άλλοι τραβούσαν το σπάγκο.
– Στάσου, μωρέ κουτέ, του φωνάζουν. Νομίζεις πως εσένα τραβούμε ή το δόντι σου; Έτσι που κάνεις δε θα βγει ποτέ!
Μα ο Γκρινιάρης δεν άκουγε τίποτα. Ησύχασε για μια στιγμή και μόλις τον ξαναπόνεσε, πετιέται πάλι μπροστά ξεφωνίζοντας:
– Άι! Άι!
– Δεν είναι δουλειά αυτή, λέει ο Πασάς. Πιάστε τον! Πιάστε τον, να τελειώνουμε!
Του ρίχτηκαν μαζί όλα τα ζώα. Τον έπιασαν, τον ανάγκασαν να σταθεί ακίνητος κι οι δυο γαϊδαρέλοι άρχισαν πάλι να τραβούν. Μα του κάκου! Ο Γκρινιάρης αντιστεκόταν με τόση δύναμη, ώστε τους ξέφευγε. Και πού να βγει το δόντι! Τον ξανάπιαναν, ξανατραβούσαν, μα πάλι τα ίδια. Γίνονταν μαλλιά κουβάρια. Κι επειδή φώναζαν όλοι μαζί κι ο Γκρινιάρης περισσότερο απ’ όλους, έκαναν τέτοιο θόρυβο, που αναστατώθηκε όλη η αυλή και το σπίτι.
Έτρεξαν και τα σκυλιά, να δουν τι συμβαίνει και, όπως κάνουν τα σκυλιά όταν βλέπουν καβγά, άρχισαν να γαβγίζουν με θυμό.
απεναντίας , οι γάτες, όταν είδαν εκείνη τη φασαρία, φοβήθηκαν και με φουντωμένες τις ουρές έτρεξαν να κρυφτούν.
Σε μια στιγμή, που είχαν πέσει κάτω όλοι κι ετοιμάζονταν να σηκωθούν και να ξαναρχίσουν, ο Γκρινιάρης τούς φώναξε:
– Σταθείτε! Μην κοπιάζετε άδικα. Κανένα δόντι δε μου πονά!
– Ψέματα! φώναξε ο Πασάς. Φοβάται και γι’ αυτό το λέει.
– Όχι, όχι, σας ορκίζομαι, είπε κλαίγοντας ο Γκρινιάρης. Ποτέ δε μου πόνεσε δόντι.
– Και τότε, γιατί έσκουζες όλη νύχτα;
–Να, να σας πω. Πονούσε το στομάχι μου, να γι’ αυτό. Είχα φάει άγουρα, πράσινα μήλα, μήλα πολλά. Και για να μη με πείτε λαίμαργο, σας είπα ψέματα πως είχα πονόδοντο.
–Μπα, τον κατέργαρο! Σου πέρασε τουλάχιστο τώρα;
– Μου πονεί ακόμα, μα λιγάκι. Θα περάσει. Εγώ, μια φορά, σας ευχαριστώ που νοιαστήκατε για μένα.
–Μπα, σε καλό σου! Έλα, σ’ αφήνουμε τώρα. Ησύχασε. Άλλη όμως φορά δε σε ξαναπιστεύουμε και να το ξέρεις. Ψεύτη!
Του έλυσαν το δόντι, έφυγαν και τον άφησαν μονάχο, σκυφτό, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά, που πραγματικά δεν του πονούσε τώρα τόσο πολύ. «Πήγα να πεθάνω», συλλογιζόταν, «χώρια όσα τράβηξα με το ψέμα που είπα. Α, ποτέ στη ζωή μου δε θα ξαναφάω άγουρα πράσινα μήλα».


Στο παραπάνω κείμενο:
  1. Βρες ένα δικό σου τίτλο .
  2. Βρες όλα τα ρήματα στο κόκκινο κομμάτι του κειμένου και φτιάξε μια λίστα στο τετράδιο εργασιών.
  3. Βρες όλα τα ουσιαστικά στο κόκκινο κομμάτι του κειμένου και φτιάξε μια λίστα στο τετράδιο ασκήσεων, μπροστά από κάθε ουσιαστικό βάλε ένα επίθετο.
  4. Γράψε στο τετράδιο ασκήσεων της Γλώσσας τι σου έκανε περισσότερη εντύπωση και γιατί. Δημιούργησε μια παράγραφο 6 - 7 σειρές.
  5. Κλίνω στον παρατατικό τα ρήματα του κειμένου: ετοιμάζω και αναστατώνω.