ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΙ ΑΡΓΙΜΑΚΙΑ ΜΟΥ
(κρητικό παραδοσιακό τραγούδι)
Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας,
πού `ναι τα χειμαδιά σας;
Γκρεμνά `ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
Ο ΔΙΓΕΝΗΣ
(παραδοσιακό Κρήτης)
Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από `κειά που κοίτεται
λόγια `ντρειωμένου λέει:
Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτουν τα πατήματα
να `πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού.
κι η γης τόνε τρομάζει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πως θα τόνε σκεπάσει
γιατί από `κειά που κοίτεται
λόγια `ντρειωμένου λέει:
Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτουν τα πατήματα
να `πιανα τα κερκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού.
Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
(παραδοσιακό Κρήτης)
Ο ρήγας μια απού τσι πολλές ηθέλησε να μάθει
ποιος είναι αυτός που τραγουδεί της ερωθιάς τα πάθη
Και κράζει μιαν αργαντινή δέκα `πού την αυλή ντου
απού πλερώνονταν καλά να βλέπουν το κορμί ντου
Λέει τος πιάστε τ’ άρματα χωστά και μη μιλείτε
κι αμέτε σε παράχωστο τόπο και φυλαχτείτε
Κα ως έρθει αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο
γρήγορα φέρετέ τονε εις το παλάτι ετούτο
Κινού και πάσι τω ζημιώ κι οι δέκα αρματωμένοι
καθένας τον τραγουδιστή έστεκε κι ανιμένει
Κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο
και χτύπα το λαγούτο ντου ως το `χε μαθημένο
Η γλώσσα ντου παρά ποτές εγίνηκεν αηδόνι
η το μεσάνυχτο περνά το φως τσ’ αυγής σιμώνει
Και τότες απ’ το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι
κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος σκολάσει και σωπαίνει
Και το λαγούτο σκόρπισε εις εκατό κομμάθια
να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάθια
Και λέει και του φίλου ντου απόψε κάνει χρεία
να δείξομε τη δύναμη και όλη μας την αντρεία
Η όρεξη σαν το βαστά να μη μας εγνωρίσου
απόψε κάμε το πρεπό κι εσύ με το σπαθί σου
Σιμώνουν όλοι σπλαχνικά και χαιρετούν τσι δυο τους
λέγοντας πως ερέγονταν περίσσα η τον σκοπό ντους
Κι ας συντροφέψουν και όλοι ντος έτσι συντροφιασμένοι
να πάσινε εις του Βασιλιά απού τσι περιμένει
Λέει τος ο Ρωτοκριτος η ώρα δεν το δίδει
να πάμε απόψε στου Ρηγός στση νύχτας το σκοτίδι
Αφήκασι τσ’ αθιβολές στ’ άρματα βάνουν χέρα
σπιθίζουν, λάμπουν τα σπαθιά κι η νύχτα γίνη μέρα
Σ’ αυτά τ’ ανακατώματα δυο πέσαν και ποθάνα
και οι δέκα οχτώ εγενήκασι κι αρχίσασιν και χάνα
Και τούτοι πάλι κι οι γιοχτώ όλοι `σαν λαβωμένοι
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο φίλος του πομένει
Και με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι ντος γιαγέρνουν
και το ταχύ οι άλλοι του Ριγός κακά μαντάτα φέρνουν
Λέσι του, αφέντη κάτεχε ό,τι `δαμεν απόψε
α μας επέψεις μπλιο εκεί την κεφαλή μας κόψε
Ετούτος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρης
ειναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης
Ό,τι γλυκότη κι ομορφιά με το λαγούτο δίνει
τόσο φαρμάκι και φωθιά με το σπαθί ντου ρίχνει
ποιος είναι αυτός που τραγουδεί της ερωθιάς τα πάθη
Και κράζει μιαν αργαντινή δέκα `πού την αυλή ντου
απού πλερώνονταν καλά να βλέπουν το κορμί ντου
Λέει τος πιάστε τ’ άρματα χωστά και μη μιλείτε
κι αμέτε σε παράχωστο τόπο και φυλαχτείτε
Κα ως έρθει αυτός που τραγουδεί και παίζει το λαγούτο
γρήγορα φέρετέ τονε εις το παλάτι ετούτο
Κινού και πάσι τω ζημιώ κι οι δέκα αρματωμένοι
καθένας τον τραγουδιστή έστεκε κι ανιμένει
Κι αρχίζει πάλι το σκοπό το γλυκοζαχαρένιο
και χτύπα το λαγούτο ντου ως το `χε μαθημένο
Η γλώσσα ντου παρά ποτές εγίνηκεν αηδόνι
η το μεσάνυχτο περνά το φως τσ’ αυγής σιμώνει
Και τότες απ’ το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι
κι ως τσ’ είδεν ο Ρωτόκριτος σκολάσει και σωπαίνει
Και το λαγούτο σκόρπισε εις εκατό κομμάθια
να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάθια
Και λέει και του φίλου ντου απόψε κάνει χρεία
να δείξομε τη δύναμη και όλη μας την αντρεία
Η όρεξη σαν το βαστά να μη μας εγνωρίσου
απόψε κάμε το πρεπό κι εσύ με το σπαθί σου
Σιμώνουν όλοι σπλαχνικά και χαιρετούν τσι δυο τους
λέγοντας πως ερέγονταν περίσσα η τον σκοπό ντους
Κι ας συντροφέψουν και όλοι ντος έτσι συντροφιασμένοι
να πάσινε εις του Βασιλιά απού τσι περιμένει
Λέει τος ο Ρωτοκριτος η ώρα δεν το δίδει
να πάμε απόψε στου Ρηγός στση νύχτας το σκοτίδι
Αφήκασι τσ’ αθιβολές στ’ άρματα βάνουν χέρα
σπιθίζουν, λάμπουν τα σπαθιά κι η νύχτα γίνη μέρα
Σ’ αυτά τ’ ανακατώματα δυο πέσαν και ποθάνα
και οι δέκα οχτώ εγενήκασι κι αρχίσασιν και χάνα
Και τούτοι πάλι κι οι γιοχτώ όλοι `σαν λαβωμένοι
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο φίλος του πομένει
Και με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι ντος γιαγέρνουν
και το ταχύ οι άλλοι του Ριγός κακά μαντάτα φέρνουν
Λέσι του, αφέντη κάτεχε ό,τι `δαμεν απόψε
α μας επέψεις μπλιο εκεί την κεφαλή μας κόψε
Ετούτος ο τραγουδιστής κι αυτός ο λαγουτάρης
ειναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης
Ό,τι γλυκότη κι ομορφιά με το λαγούτο δίνει
τόσο φαρμάκι και φωθιά με το σπαθί ντου ρίχνει
ΗΘΕΛΑ ΚΑΙ ΝΑ
ΚΑΤΕΧΑ
(παραδοσιακό
Κρήτης)
Ήθελα και να κάτεχα την
εμορφή του κόσμου,
το πώς επλάθη ο ουρανός πώς θεμελιώθη ο κόσμος,
ο ήλιος στην ανατολή στη δύση το φεγγάρι και τ’ άστρα εις τον ουρανό.
Όμορφα στόλισεν ο Θιός τον κόσμο τον απάνω
κι έκαμε κάμπους πράσινους και όρη χιονισμένα
και τα δεντρά με τα πουλιά.
το πώς επλάθη ο ουρανός πώς θεμελιώθη ο κόσμος,
ο ήλιος στην ανατολή στη δύση το φεγγάρι και τ’ άστρα εις τον ουρανό.
Όμορφα στόλισεν ο Θιός τον κόσμο τον απάνω
κι έκαμε κάμπους πράσινους και όρη χιονισμένα
και τα δεντρά με τα πουλιά.
ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ