ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΡΧΗΓΟΙ

Βιογραφία Στρατηγού Παυσανία

Ο Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος ήταν γιος του βασιλιά Κλεόμβροτου και ανιψιός του Λεωνίδα του Α'. Όταν πέθανε ο βασιλιάς Λεωνίδας στη μάχη των Θερμοπυλών, άφησε τον ανήλικο γιο του Πλείσταρχο στην εξουσία. Έτσι χρέη αντιβασιλέα και επιτρόπου του θρόνου μέχρι να ενηλικιωθεί ο μικρός Πλείσταρχος, ανέλαβε ο ξάδελφός του Παυσανίας.
Η χρονολογία γέννησης του δεν είναι απολύτως γνωστη, αν και οι μελετητές την υπολογίζουν περίπου το 515 π.Χ. με 510 π.Χ. Απέκτησε δόξα και φήμη ως αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων στην νικηφόρα μάχη των Πλαταιών κατά των Περσών.

Η νίκη του αυτή ώθησε τους Έφορους της Σπάρτης να του αναθέσουν να ξεκινήσει με 5 τριήρεις από την Ερμιόνη και να οδηγήσει σε επανάσταση, εναντίον των Περσών, τις ελληνικές πόλεις στη Κύπρο και ύστερα στον Ελλήσποντο. Στον Ελλήσποντο κατέλαβε την πόλη Βυζάντιο και ελευθέρωσε ευγενείς Πέρσες, τους οποίους απέδωσε πίσω στον Ξέρξη, τον αυτοκράτορα της Περσίας.


Οι επιτυχίες αυτές προκάλεσαν την αλαζονεία του λιτού Σπαρτιάτη που βλέποντας τον πλούτο και την χλιδή που ζούσαν οι Πέρσες, άρχισε να συνομιλεί με τον Πέρση μονάρχη και να του υπόσχεται πως θα τον βοηθήσει να υποτάξει τους Έλληνες. Ο Παυσανίας άρχισε να υιοθετεί τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και αυτό κίνησε τις υποψίες των Εφόρων, τις οποίες και επιβεβαίωσαν οι μαρτυρίες ειλώτων. Έτσι ο Παυσανίας γύρισε στη Σπάρτη ως κατηγορούμενος για προδοσία. Στην δίκη που ακολούθησε κατόρθωσε να αθωωθεί.

Η τιμωρία όμως δεν άργησε να έρθει καθώς οι κατήγοροι του εμφάνισαν την αλληλογραφία του με τον Αρτάβαζο έναν από τους στρατηγούς της εισβολής του Ξέρξη στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα ήταν ο άλλοτε νικητής των Πλαταιών να καταφύγει ως ικέτης στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς για να γλυτώσει την θανατική ποινή. Μάταια όμως. Οι Σπαρτιάτες τον καταδίωξαν και επειδή σύμφωνα με τα ήθη των αρχαίων Ελλήνων, απαγορευόταν ο φόνος ικέτη, έχτισαν τις πόρτες και τον άφησαν να πεθάνει απο ασιτία (468 π.Χ). Λέγεται ότι την πρώτη πέτρα έβαλε η μητέρα του Θεανώ που δεν ήθελε να έχει στην ζωή έναν γιο προδότη.


 Βιογραφία Λεωνίδος Α'

Γεννήθηκε το 540 π.Χ. Ήταν γιός του Αλεξανδρίδα. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Στο θρόνο ανέβηκε το 488 π.Χ. μετά τον ετεροθαλή αδελφό του, τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από τη δεύτερη σύζυγό του, τον Κλεομένη Α΄. Ο Λεωνίδας, καθότι τριτότοκος γιος, δεν περίμενε ότι θα γινόταν βασιλιάς. Όμως ο Κλεομένης εξορίστηκε και τελικά πέθανε σε μια φυλακή της Σπάρτης και ο Δωριεύς είχε πεθάνει στη Σικελία οδηγώντας μια ομάδα μισθοφόρων. Παντρεύτηκε την Γοργώ κόρη του αδελφού του Κλεομένη και απέκτησε έναν γιό τον Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακόσιους, οι οποίοι επιλέχθηκαν να τον συνοδέψουν στις Θερμοπύλες εν μέρει επειδή είχαν όλοι τους γιο. Ο Λεωνίδας με αυτό τον τρόπο επέλεξε πως όποιοι μαχητές θα πήγαιναν να πολεμήσουν έπρεπε να είχαν τουλάχιστον ένα γιο, ώστε να διατηρηθεί η γενιά τους. 


Από τους δυο βασιλιάδες της Σπάρτης θέλησε να πάει ο Λεωνίδας, υπακούοντας και σε ένα χρησμό του μαντείου των Δελφών που έλεγε: "Ή πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από το χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της". Με την εισβόλη του Ξέρξη στην Ελλάδα κατέλαβε τα στενά των Θερμοπυλών μαζί με 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς με σκοπό να δώσει χρόνο στον υπόλοιπο ελληνικό στρατό να οργανωθεί. Στην απαίτηση του Ξέρξη να παραδώσει τα όπλα απάντησε "Μολών λαβέ". Αν και ο Λεωνίδας ήξερε το αποτέλεσμα της μάχης παρέμεινε με τους άνδρες του και μετά από τριήμερο αγώνα και την προδοσία του Εφιάλτη έπεσε μαχόμενος το 480 π.Χ.

Οι 'Ελληνες έστησαν μνημείο στο σημείο των πεσώντων αναγνωρίζοντας την θυσία τους με χαραγμένο επίγραμμα του Σιμωνίδη. "Ω ξείν αγγέλειν Λακεδαιμονίους ότι τήδε κείμεθα,τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι"- "Ω ξενε, ανήγγειλε στους Λακεδαιμόνιους, ότι βρισκόμαστε θαμμένοι εδώ, πιστοί στους νόμους τους". Προς τιμή του Λεωνίδα στην ελληνιστική περίοδο οι Σπαρτιάτες ανήγειραν ένα ναό, το Λεωνιδαίο, και τελούσαν μια ετήσια γιορτή, τα Λεωνίδαια. Ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε μαχόμενος κατά των Περσών στο σημείο των Θερμοπυλών και έγινε σύμβολο πατριωτικής αυτοθυσίας.

ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
  Μετά την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, ένας μεγάλος ποιητής έγραψε το θεατρικό έργο <<Μιλήτου Άλωση>> ώστε να περιγράψει την ολική καταστροφή της Μιλήτου. Λέγεται ότι οι θεατές ξέσπασαν σε θρήνους μέσα στο θέατρο. 
  Εκείνη την εποχή, λίγοι ήταν οι Αθηναίοι που θεωρούσαν ότι μπορούσε η Αθήνα να αντιμετωπίσει την υπερδύναμη των Περσών. Οι δημοκρατικοί της Αθήνας υποστήριξαν ότι θα πρέπει να αντισταθούν στην περσική επίθεση. Έπρεπε λοιπόν οι Αθηναίοι να ξεσηκωθούν. 

 Γι’ αυτό τον σκοπό χρειαζόταν ένας ισχυρός και δημοφιλής ηγέτης. Έτσι, το 493 π.Χ. εξελέγη επώνυμος άρχοντας ένας ορμητικός νεαρός από τη Φρεαττύδα, ο οποίος δεν προερχόταν από την τάξη των «επιφανών πολιτών»: ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους. Ο Θεμιστοκλής είχε προβλέψει πως η αναμέτρηση με την Περσία ήταν αναπόφευκτη. Φαίνεται μάλιστα πως αρκετά νωρίς είχε συλλάβει το σχέδιο μιας αποφασιστικής σύγκρουσης με τους Πέρσες στη θάλασσα. Επρόκειτο για μια άποψη που αρχικά δεν υποστήριξε δημόσια, δεδομένου ότι οι Αθηναίοι δεν επιθυμούσαν να συγκρουστούν με τον Μεγάλο βασιλιά. Ο Θεμιστοκλής, υπέρμαχος της ναυπήγησης στόλου για την άμυνα της πόλης, υποστηρίχθηκε  δυναμικά. Τη δεδομένη στιγμή όμως η θεά Αθηνά είχε επιλέξει άλλον για να προστατέψει την πόλη της. Ο φιλόδοξος Θεμιστοκλής θα έδειχνε τη μεγάλη του αξία δέκα χρόνια αργότερα. 
Το καλοκαίρι του 493 π.Χ.  έφθασε στην Αθήνα ο Μιλτιάδης, φέρνοντας μαζί του όλους τους θησαυρούς του και πέντε τριήρεις. Ο Μιλτιάδης αποτέλεσε τον σωστό άνθρωπο, στο σωστό χρόνο για τους Αθηναίους. Ποιος ήταν όμως αυτός που επρόκειτο να ρίξει βαριά τη σκιά του στον ανερχόμενο αστέρα της πολιτικής, τον Θεμιστοκλή; Ο Μιλτιάδης διοικούσε μια μικρή ηγεμονία, που είχε δημιουργήσει στη Χερσόνησο της Θράκης ο ομώνυμος θείος του. 
 Το 513 π.Χ. ο Δαρείος πέρασε στην Ευρώπη με πολυάριθμο στρατό και κατευθύνθηκε βόρεια, θέλοντας να υποτάξει τους βάρβαρους Σκύθες. Πράγματι, ο περσικός στρατός έφθασε ως τον Δούναβη, κατασκεύασε γέφυρες και πέρασε στη βόρεια όχθη. Τη φύλαξη των γεφυρών αυτών ο Δαρείος ανέθεσε στους τυράννους των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στο μεταξύ, οι Σκύθες είχαν παρασύρει τους Πέρσες σε έναν διαρκή πόλεμο φθοράς, με συνεχείς αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Οι αρχηγοί τους τότε πρότειναν στους Έλληνες τυράννους να καταστρέψουν τις γέφυρες και να παγιδεύσουν τους Πέρσες βόρεια του Δούναβη, όπου οι ικανοί πολεμιστές Σκύθες θα μπορούσαν να τους εξοντώσουν. Πολλοί από τους τυράννους σκέφτηκαν ότι τους δινόταν μια πολύ καλή ευκαιρία να απαλλαγούν από την περσική κηδεμονία. Ο Μιλτιάδης  συμβούλευσε τους τυράννους να δεχθούν τις σκυθικές προτάσεις.
 Τελικά η πρότασή του δεν εισακούστηκε. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης είχε ταχθεί υπέρ των Ιώνων και είχε καταλάβει τη Λήμνο και την Ίμβρο. Παραχώρησε τα νησιά στην Αθήνα, αυξάνοντας το μένος του Δαρείου για τους Αθηναίους. Έχοντας λοιπόν περιέλθει στη δυσμένεια του μεγάλου βασιλιά δεν του έμενε άλλος δρόμος παρά εκείνος της φυγής. 
Ο Θεμιστοκλής και αυτός δεν είχαν τίποτε κοινό, εκτός από την απόφαση να αγωνιστούν. Προς το παρόν όμως αυτό αρκούσε. Ο Μιλτιάδης γνώριζε άριστα τα περσικά θέματα και οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη θρακική Χερσόνησο τον είχαν ωριμάσει ως πολέμαρχο, κάτι που έλειπε πολύ από την Αθήνα εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, οι αντίπαλοί του στέλνουν σε δίκη το Μιλτιάδη με την κατηγορία ότι συμπεριφέρθηκε τυραννικά.  Η αριστοκρατική του καταγωγή, το γεγονός ότι όφειλε τον διορισμό του στη Χερσόνησο στον τύραννο Πεισίστρατο και τον Ιππία, αλλά και η συνεργασία του με τους Πέρσες ήταν στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο Θεμιστοκλής. Ο ορμητικός Αθηναίος πολιτικός υποσκελίστηκε από τον Μιλτιάδη.
 Εν τούτοις, το κύρος του, η οικονομική του ευρωστία, η φήμη γύρω από την προσπάθεια καταστροφής της γέφυρας στον Δούναβη κατά την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία, όσο και το γεγονός ότι οι αντίπαλοί του χρησιμοποίησαν ασήμαντα πρόσωπα για την υποστήριξη της κατηγορίας, συνετέλεσαν στην πανηγυρική του αθώωση. Εν τω μεταξύ, οι όλο και περισσότερες αναφορές περί των περσικών στρατιωτικών προετοιμασιών, καθιστούσαν σαφές ότι η άμυνα της πόλης έπρεπε να οργανωθεί χωρίς καθυστέρηση. 
Ο νεαρός Θεμιστοκλής, πιστός στο δόγμα μεταφοράς του επερχόμενου πολέμου στη θάλασσα, πρότεινε την οχύρωση του Πειραιά, την εγκατάλειψη της Αθήνας και την εναπόθεση όλων των ελπίδων σε μια αποφασιστική ναυτική σύγκρουση. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρόταση αυτή συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση της αριστοκρατικής, ολιγαρχικής μερίδας. Οι αριστοκρατικοί κύκλοι της πόλης στηρίζονταν στα έσοδα των γαιοκτησιών τους και μια ενδεχόμενη εγκατάλειψή της, θα σήμαινε την οικονομική καταστροφή τους από τις λεηλασίες των εισβολέων. Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν οι αγρότες και όσοι είχαν ανεπτυγμένη την αίσθηση της τιμής, σχετικά με την υπεράσπιση της πατρίδας, της οικογενειακής εστίας και των προγόνων. 
Ο Θεμιστοκλής είχε να αντιμετωπίσει το μεγάλο βάρος της παράδοσης και μοιραία υποχώρησε. Το 492 π.Χ. (πιθανότατα) το ναυτικό του πρόγραμμα ματαιώθηκε, μολονότι η Εκκλησία του Δήμου είχε ψηφίσει υπέρ της οχύρωσης του Πειραιά. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να παραμείνουν και να υπερασπίσουν τη γη των πατέρων τους. Δεν το ήξερε ακόμη, αλλά το κλέος του, δεν βρισκόταν στον Μαραθώνα αλλά στη Σαλαμίνα. Προς το παρόν θα συμπαρατασσόταν στην οπλιτική φάλαγγα μαζί με τον Μιλτιάδη και τον Αριστείδη και για τα επόμενα δέκα χρόνια δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας του «τροπαίου» που θα κέρδιζε ο πρώτος στον Μαραθώνα. Απέναντι στην περσική απειλή όμως, δεν υπήρχε χρόνος για περαιτέρω διαφωνίες. Οι δύο παρατάξεις ειρήνευσαν, προετοιμάσθηκαν για την άμυνα και  έσπευσαν ενωμένοι να συναντήσουν το πεπρωμένο τους και να πολεμήσουν υπέρ πίστεως και πατρίδος, στον Μαραθώνα.